φλύζω

Revision as of 09:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. φλύω.

German (Pape)

[Seite 1293] seltene Nebenform von φλύω, Nic. Al. 214 μανίης ὕπο μυρία φλύζων.

Greek (Liddell-Scott)

φλύζω: ἐν λέξ. φλύω.

Greek Monolingual

Α
φλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φλύω σχηματισμένος από το θ. φλυ- με λαρυγγική παρέκταση -γ- και επίθημα - (βλ. και λ. φλύω)].

Greek Monotonic

φλύζω: βλ. φλύω.