φυκίς

Revision as of 10:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A v. φύκης.

German (Pape)

[Seite 1313] ίδος, ἡ, das Weibchen des Fisches φύκης, Arist. H. A. 8, 2; Alexis bei Ath. III, 107 (V. 12); λιμενῖτις, ἐρυθρή, Apollnds 7. 23 (VI, 105. VII, 702).

Greek (Liddell-Scott)

φῡκίς: ἡ ἴδε ἐν λ. φύκης.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
la femelle d’un poisson qui vit dans les algues.
Étymologie: φῦκος.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγ. τ.) ζωολ. α) γένος θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών
β) γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων
αρχ.
θηλ. τ. του φύκης.[[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. συναγρ-ίς). Η λ. ως όρος της νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phycis]].

Russian (Dvoretsky)

φῡκίς: ίδος ἡ самка рыбы φύκης Arst., Plut., Anth.