φυκίς
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, v. φύκης.
German (Pape)
[Seite 1313] ίδος, ἡ, das Weibchen des Fisches φύκης, Arist. H. A. 8, 2; Alexis bei Ath. III, 107 (V. 12); λιμενῖτις, ἐρυθρή, Apollnds 7. 23 (VI, 105. VII, 702).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
la femelle d'un poisson qui vit dans les algues.
Étymologie: φῦκος.
Russian (Dvoretsky)
φῡκίς: ίδος ἡ самка рыбы φύκης Arst., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φῡκίς: ἡ ἴδε ἐν λ. φύκης.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγ. τ.) ζωολ. α) γένος θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών
β) γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων
αρχ.
θηλ. τ. του φύκης. [[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. συναγρίς). Η λ. ως όρος της νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phycis]].