φωρίδιος

Revision as of 10:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον, poet. for φώριος,    A stolen, AP9.348 (Leon.Alex.), Max.411, Doroth. in Cat.Cod.Astr. 6.104.

German (Pape)

[Seite 1323] poet. = φώριος, gestohlen, Leon. Al. 42 (IX, 348).

Greek (Liddell-Scott)

φωρίδιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ φώριος, κλοπιμαῖος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 348, Μάξιμ. π. καταρχ. 411.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. φώριος.
Étymologie: φώρ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
(ποιητ. τ.) φώριος, κλεμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. αἰφν-ίδιος, οἰκ-ίδιος)].

Greek Monotonic

φωρίδιος: -α, -ον, ποιητ. αντί φώριος, κλεμμένος σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φωρίδιος: Anth. = φώριος 1.

Middle Liddell

φωρίδιος, η, ον [poetic for φώριος
stolen, Anth.