[ῠ], ᾰκος, ὁ, A boiler-keeper in a bathing-establishment, Stoic.1.10, PCair.Zen.799.8 (iii B. C.).
-ακος, ὁ, Αο φύλακας του λέβητα σε βαλανεῑον.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκίον «χάλκινο σκεύος» + φύλαξ (πρβλ. νυκτο-φύλαξ)].