χειρωνάκτης

Revision as of 10:19, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A = χειρῶναξ, Zonar.: -ακτέων (gen. pl.) is f.l. in Hp. Acut.44.

German (Pape)

[Seite 1348] ὁ, seltenere Form für χειρῶναξ, Hippocr. Davon

Greek (Liddell-Scott)

χειρωνάκτης: -ου, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ χειρῶναξ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 391, Διονύσ. Ἁλ. 6. 51· πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 181· - Ρῆμ. -κτέω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 435.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο χειρώνακτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του χειρῶναξ, -ακτος, σχηματισμένος κατά τη θεματική κλίση].