χειρῶναξ

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρῶναξ Medium diacritics: χειρῶναξ Low diacritics: χειρώναξ Capitals: ΧΕΙΡΩΝΑΞ
Transliteration A: cheirō̂nax Transliteration B: cheirōnax Transliteration C: cheironaks Beta Code: xeirw=nac

English (LSJ)

(properisp.), ακτος, ὁ,
A one who is master of his hands (ἄναξ τῶν χειρῶν), i.e. handicraftsman, Hdt.1.93, 2.141, Hp.Acut.8, Art.53, D.H.6.51, Plu.2.802a, etc.
b as adjective, πᾶς ὁ χ. λεώς S.Fr.844.
II generally, one who handles, deals in a thing, τῶνδε χειρώνακτες.. λόγων, i.e. soothsayers, E.Fr.795.3.

German (Pape)

[Seite 1348] ακτος, ὁ, der Handwerker (eigtl. der Herr über die Hände ist, ἄναξ χειρῶν), Her. 1, 93. 2, 141 u. Sp., wie Luc. Somn. 9; auch adjectivisch, πᾶς ὁ χειρῶναξ λεώς Soph. frg. 724; vgl. Poll. 2, 151. – Übh. der Etwas thut, verrichtet, λόγων χειρώνακτες heißen die Priester u. Wahrsager, Eur. bei Stob. ecl. eth. p. 1. – Vgl. über die Betonung, nicht χειρώναξ, Lob. Phryn. 674.

French (Bailly abrégé)

ακτος (ὁ) :
qui travaille de ses mains, ouvrier, artisan.
Étymologie: χείρ, ἄναξ.

Russian (Dvoretsky)

χειρῶναξ: ακτος ὁ ἄναξ ремесленник, мастер Her., Plut., Luc.: λογων χειρώνακτες Eur. прорицатели; ὁ χ. λεώς Soph. рабочий народ, ремесленники.

Greek (Liddell-Scott)

χειρῶναξ: (οὐχὶ χειρώναξ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 674), -ακτος, ὁ, ὁ τῶν ἰδίων ἑαυτοῦ χειρῶν κύριος (ἄναξ τῶν χειρῶν), δηλ. ὁ ποιούμενος χρῆσιν τῶν ἑαυτοῦ χειρῶν, ἐργαζόμενος δι’ αὐτῶν, τεχνίτης, ὡς τὸ δημιουργός, Ἡρόδ. 1. 93., 2. 141, Πλούτ., κλπ.· ὡς ἐπίθ., πᾶς ὁ χ. λεὼς Σοφ. Ἀποσπ. 724, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820. ΙΙ. καθόλου, ὁ καταγινόμενος εἴς τι, τῶνδε χειρώνακτες .. λόγων, δηλ. χρησμολόγοι, μάντεις, Εὐρ. Ἀποσπ. 793.

Greek Monolingual

-ώνακτος, ὁ, Α
βλ. χειρώνακτας.

Greek Monotonic

χειρῶναξ: -ακτος, ὁ, κάποιος που είναι κύριος των χεριών του, (ἄναξτῶν χειρῶν), δηλ. αυτός που εργάζεται με τα χέρια του, τεχνίτης, δημιουργός, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χειρ-ῶναξ, ακτος,
one who is master of his hands, (ἄναξ τῶν χερῶν), i. e. a handicraftsman, artisan, mechanic, Hdt.

English (Woodhouse)

workman

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-ακτος (=αὐτός πού ἐργάζεται μέ τά χέρια). Ἀπό τό χείρ + ἄναξ τοῦ ἀνάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.