χρέμμα

Revision as of 10:41, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A spittle, expecloration, D.L.2.67 (sed leg. κράματι).

German (Pape)

[Seite 1370] τό, Auswurf, Spucke, D. L. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρέμμα: τό, τὸ ἀποχρεμπτόμενον καὶ ἀποπτυόμενον, πτύελον, «ῥόχαλον» , Διογ. Λ. 2. 67.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α χρέμπτομαί
φλέμα, απόχρεμμα, ρόχαλο.

Russian (Dvoretsky)

χρέμμα: ατος τό χρέμπτομαι плевок Diog. L.