ρόχαλο

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

το, Ν
η ροχάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ῥόγχαλον, πιθ. < ῥογχαλίζω υποχωρητικά (πρβλ. ῥογχαλίζω: ροχαλίζω)].