ρόχαλο

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

το, Ν
η ροχάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ῥόγχαλον, πιθ. < ῥογχαλίζω υποχωρητικά (πρβλ. ῥογχαλίζω: ροχαλίζω)].