ψυχότροφον

Revision as of 10:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = κέστρον, Dsc. 4.1.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχότροφον: τό, φυτόν τι τρεφόμενον καὶ αὐξανόμενον ἐν ψυχροτάτοις τόποις, τὸ ἄλλως κέστρον καλούμενον, «ὃ Ρωμαῖοι οὐετονικὸν καλοῦσι» (betonicam appellant) Διοσκ. 4. 1.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το φυτό κέστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + -τροφον (< τρέφω)].