ἀγάθωμα
English (LSJ)
τό, A embodiment of the good, Procl. in Prm.p.863S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάθωμα: τό, (ἐκ τοῦ ἀγαθόω, ποιῶ ἀγαθόν τινι). Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 863. 83, ἔκδ. Stallb.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
concreción del bien, lo bueno, ἀγάθωμα, κάλλωμα, ἀρέτωμα Procl.in Prm.1106.