ὁ, A dyer, Rhetor. ib.8(4).137.
ο, ΝΑνεοελλ.τεχνίτης ή βιομήχανος που παρασκευάζει χρώματα, βαφέςαρχ.αυτός που χρωματίζει κάτι, βαφέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. θαυματ-ουργός].