ἀειβρυής
English (LSJ)
ές, (βρύω) A ever-sprouting, Nic.Th.848.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειβρυής: -ές, (βρύω) ἀεὶ ἀναβρύων Νίκ. 846.
Spanish (DGE)
(ἀειβρῠής) -ές siempre florecientede una planta, Nic.Th.848.
ές, (βρύω) A ever-sprouting, Nic.Th.848.
ἀειβρυής: -ές, (βρύω) ἀεὶ ἀναβρύων Νίκ. 846.
(ἀειβρῠής) -ές siempre florecientede una planta, Nic.Th.848.