βρύω
English (LSJ)
[ῠ], mostly pres.: impf., Pherecyd.Syr. ap. D.L.1.122, Nicaenet.7: aor. part.
A βρύσας Procop. (v. infr.):—to be full to bursting:
1 c. dat., swell or teem with, especially of plants, ἔρνος… βρύει ἄνθεϊ λευκῷ swells with white bloom, Il.17.56, cf. E.Ba. 107 (lyr.); κισσῷ κάρα βρύουσαν Eub.56.6; ἰούλῳ, θριξί, κόμαις, Philostr.Her.2.2, Alciphr.3.31, Luc.Am.12; γῆ φυτοῖς βρύουσα Arist.Mu.392b15; also βρύει ἱερὰ βουθύτοις ἑορταῖς B.3.15: metaph., βίος… βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις κτλ. Ar.Nu.45; of men, β. δόξᾳ B.12.179; παμμάχῳ θράσει βρύων A.Ag.169 (lyr.); ἀγαθοῖσι βρύοις Id.Supp.966 (anap.); μαντικῇ β. τέχνῃ Id.Fr.350.6; ἄλλων ἰατρὸς αὐτὸς ἕλκεσι βρύων E.Fr.1086; β. ἄνθεσιν ἥβας Tim.Pers.221; βρύουσαν ἀοιδὰν σοφίᾳ Lyr.Alex.Adesp. 20.4; ἐμπόριον πλούτῳ βρύον Jul.Or.2.71d.
2 c. gen., to be full of, χῶρος… βρύων δάφνης ἐλαίας ἀμπέλου S.OC16; βρύοντα στέφανον μύρτων Ar.Ra.329 (lyr.); στεφάνων δόμος ἔβρυεν prob. l. in Nicaenet. l.c.; τράπεζαν… κόσμου βρύουσαν Alex.86.3; καρπόν… βρύειν σμαράγδου λίθου Philostr.VA5.5; τόπος β. ὕλης J.AJ13.3.1; φθειρῶν ἔβρυον πᾶς Pherecyd.Syr. l.c.: metaph., νόσου β. A.Ch.70.
3 abs., abound, grow luxuriantly, S.El.422; of the earth, teem with produce, X.Cyn.5.12, cf. Philostr. VA3.56; of water, burst forth, ὕδωρ βρύσαν ἐξ ὑπονόμων Procop.Arc.19.
4 c. acc. cogn., burst forth with, gush with, γλυκύ, πικρὸν [ὕδωρ] Ep.Jac.3.11; τὴν γῆν τὰ οἰκεῖα βρύειν φησὶν ἀγαθά Ael.Fr.25; causal, Ὧραι β. λειμῶνας Him.Or.1.19; ῥόδα Anacreont.44.2.—Poet. and later Prose.
Spanish (DGE)
I 1brotar, estar floreciente o frondoso, florecer de plantas, c. dat. ἄνθεϊ λευκῷ Il.17.56, μίλακι E.Ba.107, φυτοῖς Arist.Mu.392b15
•fig. βρύων ἄνθεσιν ἥβας Tim.15.208, extendido a la riqueza ganadera βίος ... βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις Ar.Nu.45, cf. I 3
•c. gen. χῶρος ... βρύων δάφνης, ἐλαίας, ἀμπέλου S.OC 16, μύρτων Ar.Ra.329, ὧραι παγκάρπου γονῆς βρύουσιν Pl.Ax.371c, cf. Orph.H.26.3, 29.10, τόπος ... βρύων ... ὕλης I.AI 13.66, βρύειν ... αὐτὸν (καρπόν) σμαράγδου λίθου (dicen) que su fruto está granado de esmeraldas Philostr.VA 5.5, abs. ἄνω βλαστεῖν βρύοντα θαλλόν S.El.422, ὅταν ... ἡ γῆ βρύῃ cuando el terreno es frondoso X.Cyn.5.12, cf. Theopomp.Hist.237, Philostr.VA 3.56
•del pelo y sus adornos, c. dat. ὠμολίνοισι κόμη βρύουσ' cabellera que brota abundante sujeta con cintas de lino crudo Archil.92, στεφάνοις ἐθείρας νεανίαι βρύοντες jóvenes de cabelleras florecientes de coronas B.6.9, cf. Simon.14.77a.5, κίσσῳ κάρα βρύουσαν Eub.56.6, θριξί Alciphr.2.28.2, cf. Luc.Am.12, ἰούλῳ Philostr.Her.12.5, tb. de ciertas enfermedades ἕλκεσιν E.Fr.1086.
2 brotar, salir a borbotones el agua c. dat. μυρίαις παγαῖς δακρύων ἀχέων τε βρύει se colma (el Aqueronte) con fuentes infinitas de llantos y ayes Licymn.3a, (θαλάσσης) νασμοῖσι βρυούσης Orph.H.22.8, (ὕδωρ) βρύσαν ἐξ ὑπονόμων (agua) que salió a borbotones por las alcantarillas Procop.Arc.19.3.
3 fig. estar floreciente, colmarse, henchirse c. dat. Ἀρετ[ὰ] ... βρύουσα δόξᾳ B.13.179, ἀγαθοῖσι A.Supp.966, παμμάχῳ θράσει A.A.169, τὸ Φοίβου ... στόμα ... μαντικῇ βρύον τέχνῃ A.Fr.350.6, βρύουσαν ἀοιδὰν ... σοφίᾳ Lyr.Alex.Adesp.20.4, (Σελήνη) καλοῖς ἄστροισι βρύουσα Orph.H.9.7, cf. 12.2, 52.13, βρύων ᾠδαῖσι ποθειναῖς de Adonis, Orph.H.56.2, (ἐμπόριον) πλούτῳ βρύον Iul.Or.3.71d, c. ὑπό y dat. ὑπὸ στεφάνοις μέγαρ' ἔβρυεν Nicaenet.7.5, tb. c. gen. βρύει μὲν ἱερὰ ... ἑορταῖς, βρύουσι φιλοξενίας ἀγυιαί B.3.15, 16, τράπεζαν ... κόσμου βρύουσαν Alex.89.3
•abs. βρύειν αὐτό (ἐμπόριον) Philostr.VA 3.56.
II tr.
1 hacer brotar, hacer crecer, producir Ὧραι δὲ λειμῶνας βρύουσι Him.9.19, ῥόδα Anacreont.46.2, τὴν γῆν τὰ οἰκεῖα βρύειν φησὶν ἀγαθά Ael.Fr.25.
2 hacer correr o fluir agua μήτι ἡ πηγὴ ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν Ep.Iac.3.11, (πέτρα) ζῶν ὕδωρ ... βρυούσα Iust.Phil.Dial.114.4.
German (Pape)
[Seite 466] (vgl. βλύω), nur praes. u. impf., 1) hervorsprossen, bes. vom üppigen Wachsen der Pflanzen; überströmen, von jeder Fülle (VLL. πηγάζειν, ἀνθεῖν, αὔξεσθαι), a) c. dat., von einem ἔρνος ἐριθηλὲς ἐλαίης Iliad. 17, 56 καί τε βρύει ἄνθεϊ λευκῷ (ἅπαξ εἰρημ.), strotzt von Blüte; βίος βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις Ar. Nubb. 46; übertr., θράσει Aesch. Ag. 167; vgl. Suppl. 996; Eur. Bacch. 107; Prosa, γῆ βρύουσα φυτοῖς Arist. u. Sp. – b) c. gen., δάφνης Soph. O. C. 16; νόσου Aesch. Ch. 59; p. bei Ath. II, 39 c; Alexis ib. IX, 367 f; Plat. Ax. 371 c; ὧραι παγκάρπου γονῆς βρύουσι Philostr. – c) erst bei K. S. mit acc., φωνὴ μυρία ἀγαθὰ βρύουσα, von Heil überströmend, Chrys. Auch absolut, βρύων θάλλος Soph. El. 422; Xen. Cyn. 5, 12. – 2) in üppiger Fülle hervorsprossen lassen, Χάριτες ῥόδα βρύουσι Anacr. 44, 2; vgl. Theopomp. bei Ath. III, 77 e; Luc. Tragod. 117 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. ἔβρυον et f. βρύσω;
sourdre avec force, pousser en abondance ; βρύων θαλλός SOPH branche qui se couvre de bourgeons ; βρ. ἄνθει IL se couvrir de fleurs ; avec le gén. χῶρος βρύων δάφνης, ἑλάας, ἀμπέλου SOPH pays couvert de lauriers, d'oliviers, de vigne ; fig. ἀγαθοῖσι βρ. ESCHL regorger de biens ; θράσει βρ. ESCHL déborder d'audace;
NT: faire jaillir.
Étymologie: R. Βρυ, se couvrir de végétation.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρύω
1. vol zijn met, bol staan van, eigenl. van planten met bloesem of gebladerte; met dat..; βρύει ἄνθεϊ λευκῷ hij (de tak) is vol met witte bloesems Il. 17.56; ταῖς κόμαις εὐθαλέσιν … βρύοντα vol met weelderig gebladerte [Luc.] 49.12; ook abs..; βρύων θαλλός een weelderig bloeiende tak Soph. El. 422; van andere zaken; βρύει ἱερὰ βουθύτοις ἑορταῖς de tempels zijn vol met feestelijke runderoffers Bacchyl. Epin. 3.15; overdr..; ἀγαθοῖσι β. een overvloed aan zegeningen hebben Aeschl. Suppl. 966; θράσει β. vol onverschrokkenheid zijn Aeschl. Ag. 169; met gen..; χῶρος βρύων δάφνης, ἐλάας, ἀμπέλου een gebied vol met laurierbomen, olijfbomen en wijnstokken Soph. OC 16; overdr.. νόσου β. een overvloed aan ellende hebben Aeschl. Ch. 69.
2. trans., van een bron doen opwellen. NT Iac. 3.11.
Russian (Dvoretsky)
βρύω:
1 цвести, расцветать (ἄνθεϊ λευκῷ Hom.; μίλακι καλλικάρπῳ Eur.; χωρος βρύων δάφνης, ἀμπέλου Soph.; ἄνθος βρύει Luc.): ὅταν ἡ γῆ βρύῃ Xen. когда земля покроется растительностью;
2 изобиловать, кишеть (ἀγαθοῖσι Aesch.; μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις Arph.; φυτοῦς καὶ ζῴοις Arst.);
3 бурлить, кипеть (παμμάχῳ θράσει Aesch.): νόσου β. Aesch. томиться недугом;
4 изливать, струить (ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν NT);
5 взращивать (ῥόδα Anacr.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: swell, teem with (Il.).
Other forms: only pres. (but βρύσας Procop.)
Compounds: Old ἔμβρυον n. new-born (lamb) (ι 245), foetus (Hp.), type ἔμπεδος, ἐγκέφαλος.
Derivatives: βρύσις (Suid.), βρυσμός (Arc.), also PN as Βρύας, Βρύσων. - Also βρυάζω with βρυάσομαι ἀναβακχεύσομαι μετά τινος κινήσεως H. (uncertain ἀνεβρύαξαν Ar. Eq. 602) with βρυασμός voluptuousness (Plu.), Βρυάκτης surname of Pan (Poet. ap. Stob.). - βρύον n. tree-moss etc. (Hp.) with βρυώδης, βρυόεις (Nic.); βρυώνη, βρυωνία black, white vine (Nic., Dsc.; s. Chantr. Form. 207f.). - For βρυαλίζων s. v. - Denomin. βρυόομαι to be grown over with βρύον (Arist.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etym.
Middle Liddell
mostly in pres.]
1. to be full to bursting:
1. c. dat. to swell or teem with, βρύει ἄνθεϊ teems with bloom, Il.:—metaph., βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις Ar.; of men, θράσει βρύων Aesch.
2. c. gen. to be full of, βρύων δάφνης, ἐλαίας, ἀμπέλου Soph.: metaph., νόσου βρ. Aesch.
3. absol. to abound, grow luxuriantly, Soph.: of the earth, to teem with produce, Xen.
4. c. acc. cogn. to send forth water, NTest. (Akin to βλύω, βλύζω, and perhaps to φλύω.)
English (Autenrieth)
English (Abbott-Smith)
βρύω, poët., late prose and vernac.,
to be full to bursting;
1.of the earth producing vegetation.
2.Of plants putting forth buds.
3.Of springs, to gush with water: Ja 3:11.†
English (Strong)
a primary verb; to swell out, i.e. (by implication) to gush: send forth.
English (Thayer)
1. intransitive, to abound, gush forth, teem with juices (akin to βλύω, φλύω; see Lob. Techn., p. 22 f; Curtius, p. 531), cf. German Brust, Brühe); often so from Homer down (Iliad 17,56 ἔρνος ἀνθει βρύει).
2. more rarely transitive, to send forth abundantly: absolutely to teem, ἡ γῆ βρύει, Xenophon, venat. 5,12; with an accusative of flowers, fruits, χάριτες ῤόδα βρυουσι, Anacreon (530 B.C.>) 44,2 (37,2); to send forth water, James 3:11.
Greek Monolingual
βρύω (AM)
1. (κυρίως για φυτά) είμαι φορτωμένος άνθη ή καρπούς
2. είμαι άφθονος, πληθαίνω
3. (για τη γη) παράγω σε αφθονία
4. αναβλύζω, αναδίδω («βρύει ὕδωρ», για τόπο
«βρύει Ιάματα», για αγίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύο].
Greek Monotonic
βρύω: κυρίως στον ενεστ., είμαι γεμάτος μέχρι έκρηξης, είμαι υπεργεμάτος, ξέχειλος.
1. με δοτ., είμαι πλήρης, κατάμεστος από κάτι· βρύει ἄνθεϊ, είναι κατάφορτος με άνθη, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται για ανθρώπους, θράσει βρύων, σε Αισχύλ.
2. με γεν., είμαι γεμάτος από...· βρύων δάφνης, ἐλαίας, ἀμπέλου, σε Σοφ.· μεταφ., νόσου βρύων, σε Αισχύλ.
3. απόλ., είμαι άφθονος, αυξάνομαι σε μεγάλο βαθμό, σε Σοφ.· λέγεται για τη γη, είναι μεστή με προϊόντα, σε Ξεν.
4. με σύστ. αντικ., αναβλύζω· ὕδωρ, σε Καινή Διαθήκη (συγγενές προς τα βλύω, βλύζω και πιθ. το φλύω).
Greek (Liddell-Scott)
βρύω: τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ᾿ ἐνεστ., μέλλ. βρύσω [ῡ], Χρησ. Σιβ. 6. 8· (ἴδε ἐν λ. φλέω). Εἶμαι πλήρης μέχρι διαρρήξεως, ῥῆμα ποιητ. εὑρισκόμενον ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς. 1) μ. δοτ., εἶμαι πλήρης, κατάμεστος, ἰδίως ἐπὶ φυτῶν, ἔρνος… βρύει ἄνθεϊ λευκῷ, εἶναι κατάφορτος μὲ..., Ἰλ. Ρ. 56, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 107· κισσῷ κάρα βρύουσαν Εὔβουλ. Κυβ. 1· ― μεταφ., βίος… βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις κτλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 46· ἐπὶ ἀνθρώπων, παμμάχῳ θράσει βρύων Αἰσχύλ. Ἀγ. 167· ἀγαθοῖσι βρύοις ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 966· μαντικῇ βρ. τεχνῇ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 281· ἄλλων ἰατρός, αὐτὸς ἕλκεσι βρύων Εὐρ. Ἀποσπ. 1071. 2) μ. γεν., εἶμαι πλήρης τινός, χῶρος… βρύων δάφνης, ἐλαίας, ἀμπέλου Σοφ. Ο. Κ. 16· τράπεζαν… κόσμου βρύουσαν Ἄλεξ. Ἡσ. 2· μεταφ., νόσου βρ. Αἰσχύλ. Χο. 70. 3) ἀπολ., εἶμαι ἄφθονος, αὐξάνομαι ἀφθόνως, πλουσίως, Σοφ. Ἠλ. 422· ἐπὶ τῆς γῆς, εἶμαι κατάφορτος ἐκ προϊόντων, καρπῶν, Ξεν. Κυν. 5,12· ― τὸ παρ᾿ Αἰσχύλ. Χο. 64 εἶναι ἐφθαρμένον. 4) μετὰ συστοιχ. αἰτιατ., ἀναβλύζω τι, «βγάζω», ὕδωρ Ἐπιστ. Ἰακ. γ', 11· ῥόδα Ἀνακρεόντ. 47.2. ― Ποιητ. λέξις εὑρισκομένη παρ᾿ Ἀριστ. Κόσμ. 3, 1. ― «βρύειν Μένανδρος τὸ μεθύειν ἐν τῇ Ἀσπίδι» ἴδε Λεξ. Κουμ.
Frisk Etymology German
βρύω: {brúō}
Forms: nur Präsensstamm (bis auf βρύσας Prokop.)
Grammar: v.
Meaning: sprossen, treiben, sprudeln, strotzen (poet. seit Il., späte Prosa [auch trans.]).
Composita: Bemerkenswertes Kompositum: ἔμβρυον n. ‘Neugeborenes (Lamm)’ (ι 245 u. a.; wohl auch A. Eu. 945 [lyr.]), ungeborene Leibesfrucht (Hp., Arist. u. a.), von βρύω mit ἐν nach Muster von ἔμπεδος, ἐγκέφαλος und anderen nominalen Hypostasen.
Derivative: Davon βρύσις (Suid., Eust.), βρυσμός (Ark.), auch EN wie Βρύας, Βρύσων. — Erweiterte Form βρυάζω ib., auch übertr. (poet. seit A., Epik. u. a.), nur Präsensstamm bis auf βρυάσομαι· ἀναβακχεύσομαι μετά τινος κινήσεως H. (sehr unsicher ἀνεβρύαξαν Ar. Eq. 602). Davon βρυασμός Üppigkeit (Plu.), Βρυάκτης Beiname des Pan (Poet. ap. Stob.). — βρύον n. ‘(See)moos, Blütenkätzchen’ (Hp., Arist., Thphr. usw.) mit βρυώδης ‘moos-, kätzchenähnlich’ (Alex. Aphr., Dsk. usw.); auch, mit Anknüpfung an βρύω, üppig, überwachsen (Arist.), in dieser Bedeutung auch βρυόεις (Nik.); βρυώνη, βρυωνία schwarze, weiße Weinrebe (Nik., Dsk. usw.; zur Bildung Chantraine Formation 207f.); Deminutivum βρυωνίς (Nik.). — Zur l-Ableitung in βρυαλίζων s. d. — Denominatives Verb βρυόομαι [[mit βρύον bedeckt werden]] (Arist.).
Etymology: Eine überzeugende Etymologie von βρύω fehlt. Mehrere Vorschläge, u. a. zu lat. frutex (Osthoff MU 5, 85ff.), zu ahd. krūt Kraut (Persson Stud. 123). Weitere Lit. bei Bq s. v., W.-Hofmann s. frutex und verū, WP. 1, 689. — Als mutmaßliches Verbalnomen von βρύω steht βρύον ziemlich vereinzelt da; vgl. indessen θύον Baum mit wohlriechendem Holz, falls zu θύω ‘(verbrennend) opfern’.
Page 1,274-275
Chinese
原文音譯:brÚw 不呂哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:發洩
字義溯源:溢出^,澎脹,湧出,發出
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 能湧出(1) 雅3:11
Mantoulidis Etymological
(=εἶμαι γεμάτος, ἀναβλύζω). Ἀπό ρίζα ϝρυ-.
Παράγωγα: τό βρύον (=εἶδος λεπτοῦ φυτοῦ πού φυτρώνει στίς πέτρες μές στή θάλασσα.), βρυόεις, βρύσις (=ἀνάβλυση), ἀναβρυτήριον, βρυώδης, ἔμβρυον, ἐμβρυουλκός.