ἀκακέμφατος
English (LSJ)
κακῆς φήμης ἀπηλλαγμένος, A in no ill repute, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰκέμφατος: -ον, «ὁ κακῆς φήμης ἀπηλλαγμένος», Ἡσύχ., Μεθόδ. περὶ Ἀγγελομιμ. Παρθ. 3. 20.
Spanish (DGE)
-ον
sin mala reputación Hsch.
•irreprochable, perfecto γνῶσις ἀ. τῆς Τριάδος Meth.Symp.111, cf. Phot.Bibl.309a.16.