perfecto
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
Spanish > Greek
αὐτότεγος, ἐντελής, ἀμφιθαλής, ἀπεξεσμένως, αὐτοτελής, ἀπαρτίζω, διακριβόω, ἀλώβητος, ἀμύμων, ἄμεμπτος, ἀμώμητος, ἀνεπανόρθωτος, ἐκτελής, ἀκατάσκοπος, ἀποτελεσματικός, ἄπτωτος, ἀνεπίληπτος, ἀπαρέγκλιτος, ἀκακέμφατος, ἅπας, ἀγαθός, ἐνάρετος