ἀκράτωρ
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, A = ἀκρατής 1, S.Ph.486, Ph.1.116, al. II = ἀκρατής 11, ἀ. ἑαυτοῦ Pl.R.579c, Criti.121a; γαστέρων Theopomp. Hist.39, cf. Ph.2.357, Ael.Fr.90.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ = ἀκρατὴς Ι, Σοφ. Φ. 486. ΙΙ. = ἀκρατής ΙΙ, ἀκρ. ἑαυτοῦ, Πλάτ. Πολ. 579C., Κριτί. 121Α.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
sans force pour (tomber à genoux), impuissant.
Étymologie: ἀ, κράτος.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 débil, imposibilitado ἀ. ὁ τλήμων S.Ph.486, cf. Ph.1.116.
2 que carece de control sobre c. gen. ἑαυτοῦ Pl.R.579c, Criti.121a, γαστέρων Theopomp.Hist.40
•que no se puede controlar respecto a c. gen. οἴνου καὶ τῶν ἄλλων ἡδονῶν Iambl.Fr.63
•abs. de pasiones, etc. desenfrenado ἐπιθυμία Ph.1.488, ἡδονή Ph.2.305.
Greek Monolingual
ἀκράτωρ (-ορος), ο (Α)
1. αδύναμος, ασθενικός
2. αυτός που δεν έχει επιβολή, δεν εξουσιάζει κάποιον ή κάτι (βλ. και ακρατής).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. ἀκρατής].
Greek Monotonic
ἀκράτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ I. = ἀκρατῆς I, σε Σοφ.
II. ἀκρατής II, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκράτωρ: ορος (ρᾱ) adj. бессильный, немощный Soph.: ἀ. ἑαυτοῦ Plat. не владеющий собой.