αδύναμος

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδύναμος, -ον)
αυτός που δεν έχει σωματική και ψυχική αντοχή, ο αδύνατος
νεοελλ.
ισχνός, άπαχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δύναμις.
ΠΑΡ. ἀδυναμία
αρχ.
ἀδυναμῶ
νεοελλ.
aδvναμιάζω, αδυναμίζω, αδυναμώνω].