ἀμβοειδής

Revision as of 12:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A like an ἄμβων, protuberant, Heliod. ap. Orib.49.8.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβοειδής: -ές, = ὡς ἄμβων, κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.

Spanish (DGE)

-ές saliente, protuberante μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.

Greek Monolingual

ἀμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβη «ό,τι προεξέχει, εξόγκωμα» + -ειδής < εἶδος.