ἀμύγδαλος

Revision as of 12:42, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A = ἀμυγδαλῆ, Luc.Apol.5, Hsch.s.v. καρύα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύγδαλος: ἡ, = ἀμυγδαλῆ, Λουκ. π. τ. ἐ. Μισθ. συν. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
amandier, plante.
Étymologie: ἀμυγδάλη.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
1 almendra Luc.Apol.5, Hsch.s.u. κάρυα.
2 almendro Arnob.Nat.5.7 (ap. crít.).

Greek Monolingual

ἀμύγδαλος, η (Α)
1. αμυγδαλιά
2. το αμύγδαλο, βλ. αμυγδάλη.

Greek Monotonic

ἀμύγδᾰλος: ἡ, αμυγδαλιά (το δέντρο), σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμύγδᾰλος: ἡ Luc. = ἀμυγδαλέα.

Middle Liddell

an almond-tree, Luc.