ἀμφιπεριστρωφάω
English (LSJ)
Frequent. of -στρέφω, A keep turning about all ways, Ἕκτωρ δ' ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Il.8.348:—Pass., Q.S.13.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπεριστρωφάω: θαμιστ. τοῦ στρέφω, στρέφω τι διαρκῶς πρὸς ὅλα τὰ μέρη, περιελαύνω, Ἕκτωρ δ’ ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Ἰλ. Θ. 348.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. poét. ἀμφιπεριστρώφα;
faire tourner tout autour.
Étymologie: ἀμφί, περιστρέφω.
English (Autenrieth)
see περιστρωφάω.
Spanish (DGE)
revolver en todas direcciones Ἕχτωρ δ' ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Il.8.348
•en v. med.-pas. girar, dar vueltas πάντα δ' ἐώλπει ἀμφιπεριστρωφᾶσθαι ἀνὰ πτόλιν parecía que todo daba vueltas en la ciudad Q.S.13.11.
Greek Monotonic
ἀμφιπεριστρωφάω: στρέφω κάτι διαρκώς προς όλες τις κατευθύνσεις, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπεριστρωφάω: то туда, то сюда поворачивать, т. е. погонять (ἵππους Hom.).