ἀναγαργαρίζω

Revision as of 13:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A gargle, χλιαροῖσιν Hp.Morb.2.26,27, Aff.4:— so also in Med., Mul.2.185, IG4.955.30 (Epid.), Archig. ap. Gal.12.976 (Pass.). (-γαργαλ- is v.l. in codd. of Hp.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγαργαρίζω: καὶ - λίζω, κάμνω γαργάραν, χλιαροῖσιν, Ἱππ. 470. 10, πρβλ. 469. 55., 517. 5 · οὕτω καὶ μέσον, ἀναγαργαλίζεσθαι νῆστιν παρὰ τῷ αὐτῷ 666. 28. Παθ. ἀναγαργαριζόμενον σὺν μελικράτῳ Διοσκ.

Spanish (DGE)

gargarizar, hacer gárgaras χλιαροῖσι Hp.Morb.2.26, Aff.4
en v. med. mism. sent., Hp.Mul.2.185, IG 42.126.30 (Epidauro), Archig. en Gal.12.976, Hdn.Philet.75.

Greek Monolingual

ἀναγαργαρίζω)
κάνω γαργάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γαργαρίζω.
ΠΑΡ. αναγαργάρισμα αρχ. ἀναγαργαρισμός, ἀναγαργάριστον.