ἀνακτητικός

Revision as of 13:01, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A recuperative: ἀνακτητικόν· γλήχων, Hsch. (cf. ἀνακτάομαι 1.2).

German (Pape)

[Seite 194] geschickt wieder zu erlangen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀνάρρωσιν, ἀμφ. παρὰ Διοσκορ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que hace recobrarse σίκυς ... ἀνακτητικὸς λειποθυμιῶν Dsc.2.135.
2 subst. bot. τὸ ἀ. poleo, Mentha pulegium L., ἀνακτητικόν· γλήχων Hsch.