ἀνακτητικός

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακτητικός Medium diacritics: ἀνακτητικός Low diacritics: ανακτητικός Capitals: ΑΝΑΚΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anaktētikós Transliteration B: anaktētikos Transliteration C: anaktitikos Beta Code: a)nakthtiko/s

English (LSJ)

ἀνακτητική, ἀνακτητικόν, recuperative: ἀνακτητικόν· γλήχων, Hsch. (cf. ἀνακτάομαι 1.2).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que hace recobrarse σίκυς ... ἀνακτητικὸς λειποθυμιῶν Dsc.2.135.
2 subst. bot. τὸ ἀνακτητικόν = poleo, Mentha pulegium L., ἀνακτητικόν· γλήχων Hsch.

German (Pape)

[Seite 194] geschickt wieder zu erlangen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀνάρρωσιν, ἀμφ. παρὰ Διοσκορ.