ἀναθηματικός
English (LSJ)
ή, όν, A consisting of votive offerings, τιμαί Plb.27.18.2.
German (Pape)
[Seite 188] zum Weihgeschenk gehörig, τιμαί, Ehren, die in Weihgeschenken, Statuen u. dgl. bestehen, Pol. 27, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθηματικός: -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀναθημάτων, τιμαί Πολύβ. 27. 15, 3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν consistente en ofrendas votivas τιμαί Plb.27.18.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναθηματικός, -ή, -όν) ἀνάθημα
1. ο σχετικός με το ανάθημα
2. αυτός που χρησιμεύει ως ανάθημα
αρχ.
αυτός που αποτελείται από αναθήματα.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθημᾰτικός: заключающийся в жертвенных приношениях, жертвенный (τιμαί Polyb.).