ἀναθεματικός

Revision as of 13:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A = ἀναθηματικός, πίνακες Roussel Cultes Égyptiens 222 (Delos, ii B. C.), D.S.31.8.

German (Pape)

[Seite 188] schlechte F. für ἀναθηματικός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθεματικός: -ή, -όν, ἀδόκιμος τύπος ἀντί ἀναθηματικός, Γραμμ.: - ὡσαύτως, ἀναθεματιαῖος, α, ον, Σχόλ. εἰς Ἰλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 543.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
votivo ὑποδήματα ID 1442B.33, πινάκια ID 1442B.46 (II a.C.), D.S.31.8, ἐγκαύματα Ps.Dicaearch.1.8, cf. Sch.Il.9.122, Sch.Gen.Il.23.885.