ἀντιδιαστατέω
English (LSJ)
A be at variance, ἀλλήλοις Ammon.Diff.45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιαστατέω: διαφέρομαι, ἐρίζω, ἀντιπολιτεύομαι, Ἀμμών. ἐν λέξει διαπολιτεύεσθαι.
Spanish (DGE)
estar en desacuerdo, enfrentarse ἀλλήλοις Ammon.Diff.143 (ap. crít.).