ἀντικαταχωρισμός
English (LSJ)
ὁ, A replacement, Antyll. ap. Orib.6.10.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαταχωρισμός: -οῦ, ὁ, ἀντικατάστασις, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβας. σ. 98.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ sustitución Antyll. en Orib.6.10.14.
ὁ, A replacement, Antyll. ap. Orib.6.10.14.
ἀντικαταχωρισμός: -οῦ, ὁ, ἀντικατάστασις, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβας. σ. 98.
-οῦ, ὁ sustitución Antyll. en Orib.6.10.14.