ἀπαιτητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A tax-gatherer, PAmh.2.72, POxy.514.1 (ii A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιτητής: -οῦ, ὁ, φορολόγος, εἰσπράκτωρ, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 237Β.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
cobrador de impuestos ἀ. ... Ἑρμοπολ(ίτου) PAmh.2.72.1, σιτολόγοι ἤται (sic) ἀ. ... κώμης Καρανίδος PN.York 3.2 (IV d.C.), ἀ. σι(τικῶν) φόρων POxy.514.1 (II d.C.), PCol.137.19 (IV d.C.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀπαιτητής)
νεοελλ.
αυτός που έχει απαίτηση, αξίωση για κάτι
αρχ.
συλλέκτης φόρων, φοροεισπράκτορας.