αξίωση

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

(AM ἀξίωσις) αξιώ
1. απαίτηση που βασίζεται σε δικαιώματα
2. (γενικά) απαίτηση
νεοελλ.
φρ. «έργο αξιώσεων» — αξιόλογο, ανώτερου επιπέδου έργο
αρχ.
1. το να θεωρείται κάτι άξιο, καλό
2. το να θεωρείται κάποιος άξιος
3. υπόληψη
4. χαρακτήρας
5. γνώμη, αρχή, αξίωμα
6. φρ. «ἀξίωσις ὀνομάτων» — καθιερωμένη σημασία των λέξεων.