ἀποδικέω

Revision as of 14:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(δίκη)    A defend oneself on trial, X.HG1.7.21, Antiph.313.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδῐκέω: (δίκη) ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἐν δικαστηρίῳ, ἀπολογοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 88 (Α. Β. 427, 9): - δίκη ἀπόδικος ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b, μετ’ ἀμφιβόλου σημασίας.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se défendre en justice.
Étymologie: ἀπό, δίκη.

Spanish (DGE)

defenderse en juicio ἐν τῷ δήμῳ X.HG 1.7.20, cf. Antiph.313.

Greek Monotonic

ἀποδῐκέω: (δίκη), υπερασπίζομαι τον εαυτό μου ενώπιον του δικαστηρίου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδῐκέω: защищаться на суде Xen.

Middle Liddell

δίκη
to defend oneself on trial, Xen.