ὑπερασπίζω
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
fut. ὑπερασπιῶ LXXPr.2.7, al.: pf. ὑπερήσπῐκα OGI441.80 (Lagina, senatus consultum, i B. C.):—cover with a shield, τινα Plb. 6.39.6, D.S.17.99, D.H.6.12, Plu.Cor.3, Arr.Fr.56 J., etc.; τινος Id.An.6.28.4, LXX Ge.15.1, al.; ὑπὲρ τῆς πόλεως ib.4 Ki.19.34: metaph. c. gen., defend, Chor.32.1 (p.345 F.-R.).
German (Pape)
[Seite 1191] Jem. mit dem Schilde überdecken u. beschützen; τινά, Pol. 6, 39, 6; Plut. Cor. 3; Polem. 2, 62; Arr. u. a. Sp.; auch c. gen., Arr. An. 6, 28.
French (Bailly abrégé)
couvrir de son bouclier, prendre la défense de, protéger, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἀσπίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερασπίζω: закрывать своим щитом, защищать, охранять (в бою) (τινά Polyb., Diod., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερασπίζω: καλύπτω διὰ τῆς ἀσπίδος, προστατεύω, τινὰ Πολύβ. 6. 39, 6, Διόδ. 17. 99. Διον. Ἁλ., Πλούτ., κλπ.· τινὸς Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 28, 6, Ἑβδ. (Γεν. ΙΕ΄, 1, κ. ἀλλ.). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11-13.
Greek Monolingual
ὑπερασπίζω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. υπερασπίζομαι Ν
προστατεύω κάποιον ή κάτι, είμαι υπέρμαχος κάποιου (α. «υπερασπίζουμε τα εθνικά μας συμφέροντα» β. «ἀποστολικῶν δόξας ὑπερασπίζειν δογμάτων», Θεοδώρ.)
νεοελλ.
(νομ.) ενεργώ ως συνήγορος, συνηγορώ υπέρ κάποιου («τον υπερασπίζει ικανός δικηγόρος»)
αρχ.
1. προστατεύω, καλύπτω κάποιον με την ασπίδα μου
2. υψώνω προστατευτικά κάτι πάνω από κάποιον («θεὸς ὑπερασπιεῖ τὴν χεῖρα αὐτοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀσπίζω «προστατεύω»].
Chinese
原文音譯:¥spiloj 阿-士披羅士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:不-污點的
字義溯源:無瑕疵的,無玷污的,沒有瑕疵,沒有玷污,不沾染;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=無)與(σπιλόω)=玷污或污損)組成;而 (σπιλόω)出自(σπίλος)*=污穢,瑕疵)。這字一面用來描述主耶穌是神的羔羊,沒有瑕疵,沒有玷污的( 彼前1:19);另一面也用來描述信徒的性格,該保持純潔,無可指摘( 提前6:14; 雅1:27; 彼後3:14)
出現次數:總共(4);提前(1);雅(1);彼前(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 沒有瑕疵(1) 彼後3:14;
2) 無玷污的(1) 彼前1:19;
3) 不沾染(1) 雅1:27;
4) 毫不玷污(1) 提前6:14