A relax, weaken, Alex.Aphr.Fr.1.120 (dub.).
[Seite 285] auflösen; schwächen, Sp.
ἀπεκλύω: χαλαρώνω, ἐξαδυνατίζω, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 120, ἀμφ.
1 aflojar ἀπεκλύει τὸν τόνον Alex.Aphr.Pr.1.120.2 borrar, absolver τὰ πλημμελήματα Chrys.M.48.596.