ἀπεκλύω
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
relax, weaken, Alex.Aphr.Fr.1.120 (dub.).
Spanish (DGE)
1 aflojar ἀπεκλύει τὸν τόνον Alex.Aphr.Pr.1.120.
2 borrar, absolver τὰ πλημμελήματα Chrys.M.48.596.
German (Pape)
[Seite 285] auflösen; schwächen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεκλύω: χαλαρώνω, ἐξαδυνατίζω, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 120, ἀμφ.