ἀποκαρπόω

Revision as of 14:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A throw off, send out, φλέβας Hp.Oss.17:—Med., enjoy the fruits of, τι PAmh.2.142.15 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 305] Früchte treiben; hervorsprießen lassen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαρπόω: παράγω καρπόν, παράγω, ἀποκεκάρπωκε δὲ καὶ ἐς τὰς ἰγνύας πολυπλόκους φλέβας Ἱππ. 279. 34: - Μέσ., ἀπολαύω τοῦ καρποῦ τινος τὸ πρῶτον γέρας, Ἐπιφάν. τ. 1. 741Β.

Spanish (DGE)

1 hacer salir, brotar ἀποκεκάρπωκε ... πολυπλόκους φλέβας Hp.Oss.17.
2 en v. med. disfrutar τῇ ἐπὶ τόπων τυραννίᾳ χρώμενοι ἐμοῦ τελοῦντος ἀποκαρποῦνται PAmh.2.142.15 (IV d.C.), ὅσα δὲ πράττουσιν ἐν τῷ σώματι ... ταῦτα ἀποκαρποῦνται Epiph.Const.Haer.26.15.