ἀπτόητος

Revision as of 15:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

poet. ἀπτοίητος, ον,    A undaunted, LXXJe.26(46).28, Nonn.D.22.355, Sch.Il.1.56, etc. Adv. -τως, θνῄσκειν Phalar.Ep. 103.2.

German (Pape)

[Seite 340] poet. ἀπτοίητος, unerschrocken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπτόητος: ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, ἄφοβος, εἰς μόρον ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπτόητος, -ον, Α κ. -πτοίητος) πτοώ
αυτός που δεν πτοείται, άφοβος, ατρόμητος.