ἀπόταυρος

Revision as of 15:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A apart from the bull, Arist.HA595b19.

German (Pape)

[Seite 329] βοῦς, (vom Stier entfernt), nicht besprungen, Arist. H. A. 8, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόταυρος: -ον, μακρὰν ἀπὸ τοῦ ταύρου, ἀνόχευτος, διὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρικὰς [πυρρὶχας] βοῦς ἐννέα ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους καὶ καλοῦσιν ἀποταύρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 3.

Spanish (DGE)

-ον no montada de una vaca, Arist.HA 595b19.

Greek Monolingual

ἀπόταυρος, -ον (Α)
αυτή που βρίσκεται μακριά από τον ταύρο, η αβάτευτη αγελάδα.