εως, ἡ, A feasting, Sch.Pl.Ti.17b.
-εως, ἡfiesta Procl.in Ti.1.25.23, Sch.Pl.Ti.17b.
ἀφεστίασις, η (Α)εστίαση, συμπόσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + εστίασις «συμπόσιο»].