εστίαση

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑστίασις) εστιώ
παράθεση γεύματος, συμπόσιο, φίλεμα, φιλοξενία, ευωχία
αρχ.
1. μία από τις τακτικές λειτουργίες της πολιτείας στην αρχαία Αθήνα, δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα που παρείχε ένας πολίτης στους συμφυλέτες του
2. φρ. α) «λόγων ἑστίασις» — συμπόσιο λόγων, Πλάτ.
β) «ἑστίασις συμφορητός» — συμπόσιο που γίνεται με έρανο, Αριστοτ..