ἀφύσητος

Revision as of 16:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῡ], ον,    A not inflated, ἀσκός Hp.Art.47,77.

German (Pape)

[Seite 416] nicht aufgeblasen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφύσητος: [ῡ], -ον, ὁ μὴ φυσηθείς, μὴ φουσκωθείς, ἀσκὸς Ἱππ. π. Ἄρθ. 814, 837.

Spanish (DGE)

-ον no hinchado, ἀσκός Hp.Art.47, 77.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφύσητος, -ον)
1. αυτός που δεν φυσήθηκε, που δεν τον φύσηξαν
2. (για ασκούς) αφούσκωτος.