ἀφύσητος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
[ῡ], ον, not inflated, ἀσκός Hp.Art.47,77.
Spanish (DGE)
-ον no hinchado, ἀσκός Hp.Art.47, 77.
German (Pape)
[Seite 416] nicht aufgeblasen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύσητος: [ῡ], -ον, ὁ μὴ φυσηθείς, μὴ φουσκωθείς, ἀσκὸς Ἱππ. π. Ἄρθ. 814, 837.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφύσητος, -ον)
1. αυτός που δεν φυσήθηκε, που δεν τον φύσηξαν
2. (για ασκούς) αφούσκωτος.