ἁλιαδίτης

Revision as of 16:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, title of posting-official,    A = λραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δοόμου, PFlor.39.16 (iv A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ correo fluvial ἁλιαδιτῶν ὑπ[ηρετο] υμένων τῷ δημοσίῳ δρόμῳ PBeatty Panop.2.275 (III d.C.), encargado del servicio urgente ἁ. ἤτοι γραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δρόμου Wilcken Chr.405.6, PSI 1108.8, POxy.3623.8 (todos IV d.C.).

Greek Monolingual

ἁλιαδίτης, ο (Α)
γραμματοκομιστής, ταχυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλιάς, η ή ἁλιάδης.