ἁλιάδης
From LSJ
σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
English (LSJ)
ἁλιάδου, ὁ, (ἅλς)
A seaman, S.Aj.880 (lyr.).
II Ἁλιάδαι, οἱ, Dor. for Ἡλ-, religious association at Rhodes, IG12(1).155.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιάδης: -ου, ὁ, (ἅλς) = ναύτης, «θαλασσινός», Σοφ. Αἴ. 880 (λυρ.).
Greek Monolingual
ἁλιάδης, ο (Α) ἁλιάς
ναύτης, θαλασσινός.
Greek Monotonic
ἁλιάδης: [ᾰδ], -ου, ὁ (ἅλς), ναύτης, ναυτικός, θαλασσινός, σε Σοφ.