ἁλυκώδης

Revision as of 16:16, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A like salt, saltish, γλῶσσα Hp.Acut.(Sp.)2; φλοιός Thphr.HP9.11.2 (ubi ἁλικώδης).

German (Pape)

[Seite 110] ες, salzartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλῠκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἅλας, ἁλμυρίζων, Ἱππ. 396. 28, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 11, 2 (ἔνθα ἁλικώδης διὰ τοῦ ι).

Greek Monolingual

ἁλυκώδης, -ες (Α) ἁλυκός
αυτός που μοιάζει αρμυρός, που έχει γεύση αλατιού, ο υφάλμυρος.