ἀχρεία

Revision as of 16:19, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A rubbish, Sch.E.Hec.159.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρεία: ἡ, ἄχρηστον πρᾶγμα, φορητός, συρφετός, Βυζ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 106.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Grafía: graf. -ία SB 7449.12 (V d.C.)
1 desperdicio, basura Sch.E.Hec.159D.
2 invalidez ἀχρίαν ἀπέδιξεν SB l.c.

Greek Monolingual

ἀχρεία, η (Μ) χρεία
άχρηστο πράγμα, σκουπίδι.