ἄθρεπτος
English (LSJ)
ον, A ill-nourished, underfed, Ar. Byz. Epit.2.9.8; f.l. for ἄτρεπτος, AP5.177 (Mel.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄθρεπτος: ἐσφαλμ γραφὴ ἀντὶ ἄτρεπτος, Ἀνθ. Π. 5. 178.
Spanish (DGE)
-ον
1 de un cierto queso poco alimenticio Ar.Byz.Epit.1.94.
2 de pers. malcriado ἄ. καὶ ἀνάγωγοι γεγονότες ἄνθρωποι A.Al.1.2.6.