ἄραγμα
English (LSJ)
ατος, τό, = sq., A τυμπάνων ἄ. E.Cyc.205. II = κάταγμα, Sor.Fract.10.
German (Pape)
[Seite 343] τό, das tönende Schlagen, τυμπάνων Eur. Cycl. 203.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ]
1 acción de golpear τυμπάνων E.Cyc.205.
2 medic. fractura Sor.Fract.156.22.
• Etimología: Cf. ἀράσσω.
Greek Monolingual
το (Α ἄραγμα)
νεοελλ.
(για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά
αρχ.
χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση.
Greek Monotonic
ἄραγμα: -ατος, τό (ἀράσσω), = το επόμ. τυμπάνων ἄραγμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄραγμα: ατος (ᾰρ) τό бряцание (τυμπάνων Eur.).