ἄπηρος

Revision as of 16:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A unmaimed, Hdt.1.32, AP7.110 (D.L.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 290] (πήρα), ohne Tasche, Suid. = ἀπηρής, Her. 1, 32 Diog. L. 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπηρος: -ον, = ἀπηρής, Ἡρόδ. 1. 32, Διογ. Λ. 5. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non estropié, valide.
Étymologie: ἀ, πηρός.

Spanish (DGE)

-ον
no mutilado de pers., Hdt.1.32, AP 7.110 (D.L.), Sud.s.u. ἄπηρα.

Greek Monolingual

ἄπηρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ακρωτηριαστεί, αρτιμελής.

Greek Monotonic

ἄπηρος: -ον, αρτιμελής, αυτός που δεν έχει κάποια αναπηρία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπηρος: не имеющий увечий, без телесных недостатков Her., Diog. L.

Middle Liddell

unmaimed, Hdt.