ἀρήρειν, ἀρηρεμένος, A v. ἀραρίσκω.
[Seite 350] perf. zu ἄρω. Davon ἀρηρότως, anschließend, passend, fest.
pf. ion. de ἀραρίσκω.
ἀρήρασθαιἀρήρεινἀρηρέμενος v. ἀραρίσκω.
ἄρηρα: Μέσ. παρακ. του ἀραρίσκω· ἀρήρειν, υπερσ.
ἄρηρα: pf. к ἀραρίσκω.