Ἀρειοπαγίτης
English (LSJ)
Ἀρειό-πᾰγος, A v. Ἄρειος ad fin.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀρειοπᾰγίτης: Ἀρειόπᾰγος, ὁ, ἴδε Ἄρειος πάγος.
French (Bailly abrégé)
c. Ἀρεοπαγίτης.
Ἀρειό-πᾰγος, A v. Ἄρειος ad fin.
Ἀρειοπᾰγίτης: Ἀρειόπᾰγος, ὁ, ἴδε Ἄρειος πάγος.
c. Ἀρεοπαγίτης.